Έρευνα στο Τμήμα

Αποστολή του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής (ΤΕΔΔ) είναι η διεξαγωγή υψηλού επιπέδου, διεθνώς αναγνωρισμένης, βασικής και κλινικής έρευνας σε σχέση με τη διατροφή, τον τρόπο ζωής, τον μεταβολισμό και τον κίνδυνο εκδήλωσης των ασθενειών κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής, με στόχο την ανάπτυξη νέων βελτιωμένων στρατηγικών με εφαρμογή στην κλινική πράξη, την πρόληψη των ασθενειών και τη δημόσια υγεία. Οι ερευνητικοί άξονες που κινείται το ΤΕΔΔ υπαγορεύονται από τον θεσμικό του ρόλο, που είναι η προαγωγή της υγείας, η διατήρηση αυτής, αλλά και η θεραπεία ασθενειών, μέσω της διατροφής. Ειδικότερα, οι στόχοι της έρευνας που διενεργείται εντός των δομών του ΤΕΔΔ είναι:

  • Να κατανοήσει πώς η διατροφή και άλλες παράμετροι του τρόπου ζωής, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό ή μέσω αλληλεπιδράσεων με γενετικούς και επιγενετικούς παράγοντες, μπορεί να επηρεάσουν την αύξηση, την ανάπτυξη, τη γήρανση, καθώς και τον μεταβολισμό σε επίπεδο κυττάρων, ιστών και του συνόλου του σώματος.
  • Να διαλευκάνει τον ρόλο της διατροφής και της άσκησης στη φυσιολογία και παθοφυσιολογία του ενεργειακού μεταβολισμού και του συστήματος του στρες.
  • Να διερευνήσει την επίδραση των διατροφικών συνηθειών (σε επίπεδο θρεπτικών συστατικών, τροφίμων/ομάδων τροφίμων και διαιτητικών προτύπων) και των συνηθειών σωματικής δραστηριότητας στις φλεγμονώδεις διαδικασίες και στο οξειδωτικό στρες.
  • Να διερευνήσει την επίδραση της διατροφής και άλλων παραμέτρων του τρόπου ζωής στη σύσταση σώματος και τη σωματική απόδοση στην υγεία και τη νόσο.
  • Να εξακριβώσει τον ρόλο των προτύπων του τρόπου ζωής, της σύστασης σώματος και των μεταβολικών δυσλειτουργιών στον καθορισμό του κινδύνου της παχυσαρκίας και των σχετιζόμενων με αυτή χρόνιων νοσημάτων (π.χ. ΣΔτ2, καρδιαγγειακά, καρκίνος).
  • Να σχεδιάζει και να εφαρμόζει παρεμβάσεις στη διατροφή / στον τρόπο ζωής για την πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και των χρόνιων μη μεταδιδόμενων νοσημάτων.
  • Να βελτιώσει την επιστημονική βάση που απαιτείται για μετάφραση της γνώσης σε επίπεδο δημόσιας υγείας, πρόληψης νόσων και κλινικής πρακτικής.
  • Να μελετήσει την εντερική μικροχλωρίδα (ως σημαντικό παράγοντα για την κατανομή του λίπους, την ευαισθησία στην ινσουλίνη και τον μεταβολισμό γλυκόζης και λιπιδίων).
  • Να σχεδιάσει καινοτόμα και λειτουργικά τρόφιμα και να διενεργήσει μελέτες αξιολόγησης της ποιότητάς τους, καθώς και μελέτες επί της γενετικής βάσης των τροφικών επιλογών/προτιμήσεων.

Το ΤΕΔΔ χαρακτηρίζεται από καινοτόμο ερευνητικό έργο υψηλού επιπέδου,  με διεθνή αναγνώριση και ένα δίκτυο συνεργασίας με περισσότερα από 160 πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα σε όλο τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους στο ΤΕΔΔ, τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού έχουν δημοσιεύσει πάνω από 1.780 επιστημονικά άρθρα (> 80 άρθρα ανά μέλος του προσωπικού) τα οποία έχουν αναφερθεί περισσότερες από 49.400 φορές (> 2.240 αναφορές ανά μέλος του προσωπικού) σύμφωνα με την βάση δεδομένων Scopus (Δεκέμβριος 2017). Η δημοσιευμένη έρευνα του ΤΕΔΔ αναφέρεται επίσης σε όλες τις δημοσιεύσεις του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης από το 1993 έως το 2016, που είναι η πιο πρόσφατη. Σε αυτές τις δημοσιεύσεις, ένα σημαντικό κριτήριο για την αξιολόγηση του αντίκτυπου των επιστημονικών δημοσιεύσεων είναι η κατάταξή τους ανάμεσα στις πιο αναφερόμενες δημοσιεύσεις στον κόσμο, που δημοσιεύθηκαν το ίδιο έτος και στον ίδιο τομέα.

Οι σχετικοί βιβλιομετρικοί δείκτες αναφέρουν ότι «Ποσοστό αναφορών μεγαλύτερο από την τιμή 72,9% που αντιστοιχεί στη συνολική εθνική επίδοση επιτυγχάνουν οι δημοσιεύσεις του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου (78,5%)….» με ιδιαίτερη αναφορά στα επιστημονικά πεδία των «Φυσικών Επιστημών»  και «Ιατρικών Επιστημών και Επιστημών της Υγείας», πεδία που επί των πλείστον δημοσιεύουν τα μέλη του ΤΕΔΔ. Η αριστεία στους τομείς αυτούς αντικατοπτρίζονται επιπλέον από το πλήθος/ύψος των ερευνητικών επιχορηγήσεων που έχουν λάβει τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας του Τμήματος. Πράγματι, το Τμήμα έλαβε χρηματοδότηση για έρευνα ύψους άνω των 7 εκατομμυρίων ευρώ κατά την περίοδο 2000-2011, και σχεδόν 11 εκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2011-2015, ενώ από τον Ιούνιο 2017 έχουν ξεκινήσει δεκαπέντε νέα ερευνητικά προγράμματα/επιχορηγήσεις.